ευανδρία

ευανδρία
η (Α εὐανδρία) [εύανδρος]
1. η αφθονία ανδρών και κυρίως γενναίων και ενάρετων
2. η ανδρική ηλικία ή η ανδρεία, το ανδρικό φρόνημα, η γενναιότητα
αρχ.
1. η σωματική, η φυσική ευεξία
2. (ως χριστιανική αρετή) το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο θάρρος («τοῡ θεοῡ οἱ κραταιοί.... οἱ πνευματικὴν εὐανδρίαν ἔχοντες», Κύριλλ.)
3. φρ. α) «ἀγὼν εὐανδρίας» — ο αγώνας που γινόταν στη Αθήνα κατά την εορτή τών Παναθηναίων και στον οποίο βραβευόταν η σωματική ευεξία τών υγιέστερων και πιο θαλερών πολιτών
β) «πληρωμάτων εὐανδρίαι» — γενναίοι ναύτες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐανδρία — εὐανδρίᾱ , εὐανδρία abundance of men fem nom/voc/acc dual εὐανδρίᾱ , εὐανδρία abundance of men fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐανδρίᾳ — εὐανδρίαι , εὐανδρία abundance of men fem nom/voc pl εὐανδρίᾱͅ , εὐανδρία abundance of men fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐανδρίας — εὐανδρίᾱς , εὐανδρία abundance of men fem acc pl εὐανδρίᾱς , εὐανδρία abundance of men fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐανδρίαι — εὐανδρία abundance of men fem nom/voc pl εὐανδρίᾱͅ , εὐανδρία abundance of men fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐανδρίαν — εὐανδρίᾱν , εὐανδρία abundance of men fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐανδρίαις — εὐανδρία abundance of men fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • благомоужьство — БЛАГОМОУЖЬСТВ|О (1*), А с. То же, что благомоужиѥ: съмѣронъмь [так!] съмыслъмь паче инѣхъ всѣхъ оукрашаѥмоу д҃ши бл҃гомоужьство. и паче не искоусьноу. имѣющоуѥмоу же требоваше ˫ако въ толицѣ добродѣтели. (δ’ εὐανδρίᾳ) ЖФСт XII, 47 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • моужьство — МОУЖЬСТВ|О (141), А с. 1.Собир. Мужской пол: на въсточьнѣи горѣ мѹжьскъ полъ и женьскъ донѥли далече ѥсть ѡтъ себе. никакоже огнь не жьжеть. аще ли приближитьсѧ мѹжьство. женьствѣ. възгоритьсѧ огнь. (τῷ ἄρρενι) СбТр ХII/XIII, 150; то же ПНЧ XIV,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανδρεία — Συσσίτια αντρών στην αρχαία Κρήτη. Γίνονταν με σκοπό την κοινή δίαιτα για πλούσιους και φτωχούς. Κατά τη διάρκεια των α. συνήθιζαν να εξυμνούν τα χρηστά ήθη. Απαγορευόταν αυστηρά να μεθούν και όλοι έπιναν από κοινό κρατήρα. Κάθε πόλη είχε… …   Dictionary of Greek

  • ευανδρησία — εὐανδρησία, ἡ (Α) η ευανδρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευ ανδρησ τού ρ. ευ ανδρώ (πρβλ. μέλλ. ευ ανδρήσ ω) + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”